τηνόθι

τηνόθι
Α
επίρρ. σ' εκείνην τη χρονική στιγμή ή σ' εκείνην την περίοδο, τότε («αἱ δ' ἄν ἀφέρπῃ, χώ ποιμὰν ξηρὸς τηνόθι χ' αἱ βοτάναι», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τῆνος, δωρ. τ. τού ἐκεῖνος + επιρρμ. κατάλ -ό-θι (βλ. λ. -θι), πρβλ. αυτό-θι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τηνόθι — ἐκεῖθι doric (indeclform adverb) τηνόθι indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”